- κομματίζομαι
- κομματίστηκα, κομματισμένος, είμαι φανατικός οπαδός κάποιου κόμματος, κρίνω κατά τα συμφέροντα του κόμματος στο οποίο ανήκω: Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν πρέπει να κομματίζονται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.